epirus net

Αξιοθέατα, δραστηριότητες, ξενοδοχεία,
ξενώνες & ενοικιαζόμενα δωμάτια στην Ήπειρο.

Γιαννιώτικο λεξιλόγιο

Μετά από συστηματική και επίπονη εργασία, καταγράψαμε και ταξινομήσαμε τις συνηθέστερες λέξεις και φράσεις του Γιαννιώτικου και Ηπειρωτικού γλωσσικού ιδιώματος. Αρχικά, η καταγραφή ξεκίνησε το έτος 2014 σαν χιουμοριστικό κομμάτι της ιστορικής ιστοσελίδας www.epirusnet.eu, αλλά εξελίχθηκε τελικά σε χώρο καταγραφής και διάσωσης της τοπικής μας γλωσσικής παράδοσης.

Απολαύστε το και διαδώστε το!

 

Α

Α; Συγνώμη δε κατάλαβα; Πως είπατε;

Α μο! Άντε βιάσου, κάνε γρήγορα (συνήθης απάντηση:: Ε μο! = Καλά μην ανησυχείς θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ)

Α ωρέ Μιλάς σοβαρά::; (συνήθης απάντηση: Ναι ωρέ! = Ναι! Σοβαρά μιλάω, το εννοώ!)

Αα! (καταφατικό) ναι. ναι σωστά τα λες

Ααα Για δες για δες!

Αααα! Αα μάλιστα τώρα κατάλαβα!

Αβέρτα Συνεχώς

Αγκούσα (η) Η δυσφορία, η δύσπνοια, μτφ. το άγχος, επίσης μτφ. οι στομαχικές διαταραχές

Αγκωνάρι (το) Η μικρή πέτρα, το λιθάρι

Άιστεμας Πάμε να φύγουμε

Αλιμούρα (η) Πέταγμα στον αέρα ατάκτως χαρτιών

Άλσος (ο) Η αλυσίδα, μτφ. το έτερον ήμισυ

Αλφάδ (το) Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της κλίσης επιφανειών, μτφ. ο μεθυσμένος

Αλφή (η) Η αλοιφή, μτφ. ο μεθυσμένος

Αμπλαούμπλας (ο) Άχαρος στις κινήσεις, ειδικά στα χορευτικά

Αμπντάλης (ο) Ατσούμπαλος. χοντροκομμένος

Αμπώχνω Σπρώχνω με άκομψο τρόπο

Αντράλα (η) Βαβούρα, τζερτζελές. πανικός

Αξιούραγος (ο) Ο αξύριστος

Απέκεια Από κει

Απόλκε η εκκλησιά Σκόλασε το πανηγύρ’ τέλειωσε κάτι, τέρμα τα παραμύθια

Αρεντεύω Γυρνάω άσκοπα, κάνω βόλτες

Αρούγκατος (ο) Ο άγαρμπος, ο απρόσεκτος

Ασήκωτος (ο) Ή και ασιούκωτος, μτφ. ο μεθυσμένος

Ατσούμπαλος (ο) Ο αμπντάλης

Αυτού Εκεί

Αφύσκος (ο) Άντρας ακανόνιστου μεγέθους

Αχλάς (ο) Το φαγητό

Άχνα (η) Η απόλυτη σιωπή

Αχπάν Επάνω

 

Β

Βάβω (ή) Η γιαγιά

Βαγέρω Φεύγω, τρελαίνομαι

Βαΐζω Γέρνω από τη μια πλευρά του σώματος μου

Βακούφκο (το) Κτήμα ή οικόπεδο κοινότητας επί εποχής τουρκοκρατίας

Βελέντζα (η) Η φλοκάτη, απαραίτητο συμπλήρωμα στα μπάσια (βλ.λ)

Βερβέρα (η) Μικρό ζώο, τρωκτικό, που ζει στα δέντρα και μοιάζει στον σκίουρο

Βετούλι (το) Κατσίκι ηλικίας περίπου ενός έτους

Βήχω Πληρώνω

Βίτσα (η) Λεπτό και ευλύγιστο κλαδί μεγάλο φόβητρο των μαθητών παλιά

Βλιώρα (η) Η βρωμιά

Βογγάλα (η) Τρέξιμο με πολύ γρήγορο ρυθμό

Βρούβες (οι) Π.χ. «πάμε για βρούβες» πάμε στα χαμένα

 

Γ

Γαλοτύρι (το) Γαλακτοκομικό προϊόν, το καλύτερο συνοδευτικό για κουμούτσια και το οποίο δεν κυκλοφορεί ευρέως στην υπόλοιπη Ελλάδα. Χαρακτηριστική η περίπτωση ενός τζε σε αθηναϊκό εστιατόριο. Τζες: «έχετε γαλοτύρι;» σερβιτόρος: «βεβαίως, έχουμε κεφαλοτύρι. γραβιέρα»… οτ’ να ‘ναι…

Γιδοξούρ (το) Εργαλείο άκρως απαραίτητο σε κατόχους αιγοπροβάτων για την περιποίηση αυτών

Γιόμα (το) Το απόγευμα

Γιόμστο! Έτσι λέμε στο πρατήριο υγρών καυσίμων για να μας γεμίσουν το ρεζεβουάρ

Γιωτάς Ο μη έχων τυφέκιο στο στρατό, χαμένο κορμί

Γκαβός (ο) Αυτός που «δεν έχει μία«, ο τυφλός από γκαφρά σαν τα κτάβια, ο άφραγκος

Γκαγκάνς (ο) Ο γκαντέμης, ο άτυχος

Γκάιλας (ο) Έχει γκάιλα: ο ήλιος είναι πολύ δυνατός, τσιουκανάει ανελέητα

Γκαιντάρω Παρατηρώ επίμονα

Γκανάβ (το) Η κλοπή

Γκανιάζω Διψάω υπερβολικά

Γκάουμπίου (το) Αυτός που ζει στο δικό του κόσμιο

Γκαργκανούλι (το) Μαύρο στο δέρμα, γυφτάκι

Γκασμάς(ο) Ο άσχετος, ο ανίδεος, συνουσία («βαράω γκασμά«), σκαπτικό εργαλείο (κυριολεκτικά)

Γκαφάλι (το) Χαμένο κορμί

Γκδών’ (το) Το κυδώνι

Γκζιούαρ Εις υγείαν!

Γκίζα (η) Ανάλατο γαλακτοκομικό προϊόν σε στερεά μορφή

Γκιζεράω Κάνω άσκοπες βόλτες από δω κι από κει

Γκίκος (ο) Στίβα από ρούχα

Γκιορεύω Περιπλανιέμαι άσκοπα

Γκιουλέκας (ο) Πρατσίλας, ντιπ πάσλας.

Γκιουμ (το) Η μικρή στάμνα

Γκλαγκανάω Πίνω

Γκλαξιά (η) Γουλιά

Γκλιούμ (το) Πλιάτσικο, ο χαμός, «έγινε το γκλιούμ»

Γκλίτσα (η) Απαραίτητο accessoire των κατόχων αιγοπροβάτων

Γκολ (το) Το τέρμα σε ποδοσφαιρικό αγώνα όπως επίσης και η υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος

Γκόρος (ο) Ο πάσλας, ο τενεκές, χαϊδευτικό μεταξύ φίλων («που ‘σαι ρε γκόρε;«)

Γκόρτσο (το) Ο καρπός της γκουρτσιάς

Γκουντλάω Παραπατάω, κουτουλάω, επίσης γαργαλάω

Γκουρτσιά (η) Οπωροφόρο δέντρο του δάσους (αχλαδιά)

Γκουστέρα (η) Η σαύρα

Γκουτζάμ Είναι πλέον στην κατάλληλη ηλικία ή μέγεθος

Γκριμπνάδες (οι) Ορεινή περιοχή της Ηπείρου καταφύγιο λύκων εξ ου και η έκφραση «πεντακόσιοι λύκοι απ τς Γκριμπνάδες»

Γκριτζούνι (το) Ο καλικάντζαρος

Γκυλιέμαι Σέρνομαι (βλ, ζβαρνιέμαι)

Γλιέπω Βλέπω, τράω (βλ.λ.)

Γουμάρ (το) Ο όνος, το γαϊδούρι

Γούπατο (το) Μικρό μέρος που βρίσκεται χαμηλότερα από τη γύρω περιοχή

Γρέκι (το) Ύπνος βαρύς, τάφωμα

Γρεντά Βγαίνει από το «γρεντιά» που είναι το κεντρικό δοκάρι που κρατά την στέγη στα παλιά σπίτια. Μτφ. ο μεθυσμένος π.χ. «ο τζες είναι μπιτ γρεντά!»

Γρι Τίποτε εντελώς

Γρουμττούλι (το) Μικρό εξόγκωμα στο δέρμα

 

Δ

Δαμάλι (το) Η αρσενική αγελάδα σε μικρή ηλικία

Δάχλο (το) Δάχτυλο

Δοβρά (η) Το χωριό Ασπράγγελοι

Δραγάτς(ο) Ο αγροφύλακας

Δρομίτσα (η) Είδος ψαριού μικρό σε μέγεθος που ζει σε γλυκά νερά

Δροτσίλι(το) Μικρό σπυράκι στο πρόσωπο

Δώγιας Εδώ

 

Ε

Ε; Ορίστε; πως είπατε:

Ε, ε, ε Ναι, ναι έτσι είναι

Εεεε! (Δυνατό) πιο σιγά! μη παίρνεις φόρα!

Εφετζής (ο) Ο επιδειξιομανής

Εφκα Αόριστος του ρήματος φέω (φεύγω)

 

Ζ

Ζαβλακώνομαι χαζεύω, μπανταλιάζω. Αόρ.: ζαβλακώθκα

ζαγάρ (το) ο κουτοπόνηρος

ζαγκανιέμαι κουνιέμαι περίεργα, πάω γυρεύοντας π.χ» «μη ζαγκανιέσ’ ωρε παιδί μ’»

ζάρκο (το) το γυμνό, μπλετς

ζάφτω τρώω με μπιστοβλιακιά

ζβάρα μετς μπάντες, μαλιοκούβαρα

ζβαρνιέμαι σέρνομαι, κυλιέμαι κάτω. αόρ. ζβαρνίοτκα.

ζβαρίλας ο απεριποίητος

ζβίγκο (το) τίποτε, κενό, άδειο

ζγκατάψυξ στην κατάψυξη

ζγουρ (το) κρέας πρώτης ποιότητας

ζγώνω πλησιάζω σιγά-σιγά

ζέχνω μυρίζω υπερβολικά άσχημα

ζιάπα (η) ο μεγάλος σε μέγεθος βάτραχος, γνωστός και ως μπράσκα

ζιουπάω πιέζω αφόρητα

ζλαπ (το) το ζαρκάδι

ζμαρ (το) το ζυμάρι

ζμι (το) το υγρό αποτέλεσμα βρασίματος, ζουμί

ζμπλατεία στην πλατεία

ζμπόρτα στην πόρτα

ζμπουδιέμαι παραπατάω (συνήθως έχουμε και πτώση), σκοντάφτω

ζνόασ’ στην «Οαση», στην κεντρική πλατεία της πόλης

ζντάιγκα στην TAIGA, παλιά disco στα Γιάννενα

ζούδιο μικρό ζούφιο

ζούλα (η) πράξη παράνομη που γίνεται διακριτικά

ζουρλός (ο) αυτός που το ‘χει ντιπ χαμένο, τρελός

 

Θ

θειά (η) η θεία

θκομ δικό μου

θκος δικό σου

θκοτ δικό του

θληκώνω κουμπώνω

 

I

ίίίί; να! μα καλά που χάθηκες εσύ: (συνοδεύεται από μούντζα)

ιτς κρις μπιτ. τίποτα

 

Κ

καλαμποτσιόκαλο ή και τσιόκαλο (το) Το απομεινάρι του καλαμποκιού. Παλιότερα έβρισκε χρήση και ως τάπα βαρελιών

καλπαζιάνης (ο) αυτός που περπατάει σαν να καλπάζει (πηγαίνει ολόκληρος πάνω- κάτω)

καπνός (ο) πονοκέφαλος

καμακώνομαι αρπάζω κρυολόγημα

κάργα υπερβολικά, πάρα πολύ

κασάρα (η) η μεγάλη και στραβή μύτη. Πιθανώς προέρχεται από το σχήμα του κασαριού, εργαλείου για το κόψιμο των χόρτων

κασάρας (ο) ο έχων μεγάλη και στραβή μύτη

κασκαρίκα (η) καρικατούρα

καστραβέτς (το) το αγγούρι

καταής κάτω π.χ. «έπεσα καταής απ’ τα γέλια»

κατόπι (το) έπειτα, «παίρνω στο κατόπι»: ακολουθώ

κατσαπλιάς (ο) άτομο που δε πρέπει να εμπιστευόμαστε, ο αντάρτης, ο άτακτος στρατιώτης

κατσιούλα (η) ρούχο για την προστασία του κεφαλιού από τις άσχημες καιρικές συνθήκες

κατώι (το) το υπόγειο

καφτάνμερεμέτ πέφτει χοντρό ξύλο (σε παραλλαγή: σουλτάν-μερεμέτ)

κδούνα (η) κουδούνι, τύφλα στο μεθύσι

κίκια (τα) καψούλια, μεταφορικά α δυνάμεις π.χ. «με τι κίκια θα…;»

κιχ (το) άχνα

κλαϊν-μαϊν οτ’ να ναι

κλαπατσίγκαλα (τα) μουσικά όργανα

κλαπέτο (το) μεταφορικά το μυαλό

κλιτσνάρ (το) το τσιγκέλι

κλουρ (το) αρτοσκεύασμα

κασάρ (το) χορτοκοπτικό εργαλείο, ο παίχτης που κάνει επικίνδυνα μαρκαρίσματα

κοζιάρω βλέπω, παρατηρώ π.χ. «το κόζιαρες το χαλόν;»

κόκκαλο (το) μτφ. ο μεθυσμένος π.χ, «έγνα χτε… μπιτ κόκκαλο!»

κοκόνι (το) σκυλί καλοαναθρεμένο και τεμπέλικο, πχ. «έγινες κοκόνι»

κουμάρ (το) ο τζόγος

κουμούτσι (το) κρέας, ψαχνό

κουμπλιά (η) οπωροφόρο δέντρο, κορομηλιά

κούμπλο (το) ο καρπός της κουμπλιάς

κουσί (το) πηγαίνω κάπου με γρήγορο βάδισμα

κούσιαλο (το) πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος, αλλιώς σιάψαλο ή χούφταλο

κουσιεύω περπατώ γρήγορα, σπεύδω

κουτουπώνω πιάνω κάτι και δε το αφήνω

κουτουρού (στα) στα χαμένα, χωρίς σκέψη π.χ. «που πας ωρέ στα κουτουρού;

κουψοκέφαλος (ο) αυτός που το μυαλό του «κόβει»

κοψίδι (το) κομμάτι κρέας

κρατσναω τρώω με πάρα πολύ θόρυβο

κρεματζλιέμαι κρεμιέμαι

κρένω μιλάω

κριτσπέταλος (ο) ο σιαλαϊσμένος (του ‘χει λασκάρει το πέταλο)

κρούνα (η) κοράκι

κρούω αγγίζω

κταβ (το) νεογέννητο σκυλί

κταλ (το) κουτάλι

κτι (το) η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, κιβώτιο

κτσος (ο) ο κουτσός

 

Λ

λάισα έγυρα, στράβωσα, «πήρα σασί»

λακάω φεύγω, κόφτω πέρα. Αόρ. λάκσα

λαλάω σιουράω. παίζω μουσική με βασικό όργανο το κλαρίνο

λελέκι (το) ο υπερβολικά αδύνατος, πελαργός

λιανός (ο) ο αδύνατος

λιθάρ (το) πέτρα

Λοζέτσ’ (το) το χωριό Ελληνικό

λούτσα (η) μικρή τεχνητή λίμνη όπου ξεδιψάνε ζώα

 

Μ

μακελεύομαι (από το μακελειό) τραυματίζομαι σοβαρά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο π.χ. μακελεύτκαμαν

μαλιοκούβαρα με τς μπάντες, ζβάρα

μαμόνια (τα) τα χρήματα, τα γκαφρά

μανέστρα (η) φαγητό, κρέας με ζυμαρικά στο καζάνι. Χρησιμοποιείται και ως «μαγείρεμα» π.χ. «Μου χάλασε η μανέστρα» = δεν πέτυχαν τα σχέδια που έκανα

μαντζιάρω τρώω, από το ιταλικό mangiare

μαξιούμ ή μαξούμ (το) το μικρό παιδί

μαξλάρας (ο) το χαμόρ, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.

μαρίτσι (το) μικρό λιμνίσιο ψάρι

μαστραπάς (ο) η κανάτα

ματζάτο (το) η τραπεζαρία

ματσιαλάω μασουλάω. Ματσιαλάω με τα τσιαούλια μ’: μασουλάω με έντονο θόρυβο

μεσάλι (το) μακρόστενο πανί με το οποίο τύλιγαν το ψωμί

μοσκέτο (το) ντουλαπάκι που παλιότερα χρησιμοποιούνταν εν είδει ψυγείου

μούκας (ο) αυτός που δε μιλάει, ο σιωπηλός

μουμούδι (το) το έντομο, μτφ. ο οκνηρός

μουστιρής (ο) ο πελάτης, χρησιμοποιείται κυρίως από παλιούς εμπόρους π.χ. «αυτνούς τς έχμε μουστιρήδες»

μουτεύω πλακώνω στο ξύλο

μπακακάκι (το) το βατραχάκι

μπακαλιό (το) το μπακάλικο, μαγαζί χωρίς γούστο

μπανταλιάζω χαζεύω, σιουράω

μπανταλός (ο) χαζός

μπάσι (το) μεγάλο ντιβάνι με μαξιλάρια, χρώματος κοκκινο-πράσινου (συνήθως). Σε συνδυασμό με βροχή σε τσίγκο και βελέντζα, μπορεί να είναι το τέλειο υπνωτικό!

μπατζιάφλας (ο) βλ. μαξλάρας

μπάτσα (η) χαστούκι

μπατσαριά (η) είδος Ηπειρώτικης πίτας με χόρτα, επίσης και μπλατσαριά

μπαφιάζω λαχανιάζω, δεν είμαι σε καλή φυσική κατάσταση

μπερντές (ο) τα γκαφρά, τα χρήματα

μπέχο η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών, τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: «όπου μπέχο τρέχω», «μπέχο κι όσο αντέχω» και «παν μπέχον, άριστον»

μπίμτσα (η) το υπόγειο, το κελάρι

μπιστοβλιακιά (η) η λαιμαργία

μπστόβλιακος (ο) ο λαίμαργος

μπιτ εντελώς

μπιτζιάρω κλέβω

μπίτσα σχόλασα, τελείωσα (από το μπιτ)

μπιτσκάουρας ή μπατσκάβρας ή μπιτσλιάκος (ο) ο σκορπιός

μπιτσκάρω σιουράω, μου λασκάρισε η βίδα

μπιτχαβάς (ο) αυτός που δε του κόβει και πάρα πολύ. αντιθ. του κουψοκέφαλος

μπλαρ (το) το μουλάρι

μπλατς χύμα καταής. πχ. «έφκα σφαίρα απ’ τ’ δλειά για να πάω στο γήπεδο και τ’ άφκα όλα μπλατς»

μπλέτς (το) ο γυμνός από τη μέση και πάνω, ο ζάρκος

μπλετσκώνω καταβροχθίζω

μπούγιο (το) συνάθροιση πολλών ατόμων

μπουρδουκλώνομαι μπερδεύομαι

μπουρμπούτσαλα (τα)»τρίχες», ο ύπνος

μπουρμπουχαλεύω ψάχνω στα μουλωχτά

μπουρτσοκλαίω προσποιούμαι πως κλαίω

μπούτσκος (ο) χοντροκομμένος, το μαμμόθρεφτο

μπουχαρί (το) η καμινάδα (τουρκική), επίσης και μπουρί

μπράσσστ βαγέρω άρον άρον

μσκαρ (το) το μοσχάρι

 

Ν

νταβάς (ο) μεγάλο ταψί. μέσα από το οποίο έτρωγε παλιότερα όλη η οικογένεια π.χ. «Πού στρώσαταν να φάτε; – Πθενά, απ’ τον νταβά φάαμαν».

ντάλα κατακούτελα

νταούλι (το) ο πρησμένος είτε από το πολύ φαί είτε από τσιμπήματα εντόμων

ντατσκανάρς (ο) ο ντιπ ντάτσκος

ντάτσκος (ο) ο χωριάτς με την κακή έννοια

ντάφκαρος (ο) ο αθίγγανος

ντελιφσιέκας (ο) πάσλας. γκόρος κτλ.

ντέμπλας (ο) πολύ ψηλός και άχαρος, αμπλαούμπλας (βλ.λ.)

ντενουάρ (το) νεύρα, ταραχή, «έχω ντενουάρ»: σαλτάρω), παίρνω ανάποδες, «με μάζωξε ντενουάρ»: έχω πολλά νεύρα

ντερέκι (το) ο πολύ ψηλός

ντερλικουέρας (ο) ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.

ντεφ (το) μτφ. ο σουρωμένος

ντιπ για ντιπ εντελώς παντελώς

ντουγρού απερίσκεπτα

ντραμτζάνα (η) μεγάλο γυάλινο δοχείο για οινοπνευματώδη ποτά

 

Ξ

ξεμπλέτσωτος (ο) μπιτ μπλετς

ξεροσφύρι (το) κατανάλωση οινοπνεύματος χωρίς μεζέ

ξεστοχάω ξεχνάω συνεχώς

ξετσουμπρίζω βγάζω ένα-ένα τα σπόρια από το καλαμπόκι, βγάζω μία-μία τις ρόγες του σταφυλιού

ξεχάω ξεχνώ

ξιάω, ξιέμαι ξύνω, ξύνομαι

ξιούκι (το) μπιτ φλάτσκα, μπανταλό

ξουπαρμένος ή ξωπαρμένος (ο) ο εξωπραγματικός, σαλαϊσμένος, σιουργμένος

ξλιάς (ο) ο πολύ λεπτός

ξνίθρα (η) στομαχική διαταραχή, ξινίλες

ξύκι (το) ξύγκι, λίπος

 

Ο

οντάς (ο) το καθιστικό

οργιό (το) το κρύωμα, χρησιμοποιείται με την έκφραση «μ’ σήκωσε»

οτ’ νά’ναι πέρα βρέχει

ούι! σοβαρά;;; αλήθεια;;; τι είναι αυτό;;;

 

Π

παπλαμούδα (η) το παχύ χιόνι, π.χ. «Ούι, ρίχν’ παπλαμούδες»

παπς (ο) γέροντας, παππούς

πάσλας (ο) ντάτσκος, πρατσίλας, φλοέρας, γκόρος

πασλεμωτό (το) είδος κακής και αμφίβολης ποιότητας και φυσικά άγνωστης προέλευσης

ΠΑΣολές (ο) οπαδός της ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ, του ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

πατατούκα (η) ένδυμα προστασίας από το χειμερινό ψύχος, χοντρό παλτό

πατήκια (τα) οι παντόφλες

πατριτζιάνα (η) η μελιτζάνα

παντζιάρ ή πατσιάρ ή πατσάρ (το) μυθοπλασία, ψέμα,βλ. και τριάρ

παντζιαριανός (ο) ο μυθοπλάστης, ο παραμυθάς, ο τριατζής (βλ. τρίο)

ποδάρ (το) το πόδι

πελεκάω ξυλοφορτώνω βλ. και τσιουκανάω

περδικλώνομαι βλ. ζμπουδιέμαι

Πεφτ (η) η ημέρα Πέμπτη

πίπκα (τα) μπρούμυτα

πλατσιανάω χτυπώ με δύναμη τα νερά

πλατσπάθια (τα) αυτοφυή φυτά της Ηπειρώτικης υπαίθρου, κατά προτίμηση εκατέρωθεν της ασφάλτου, π.χ. «Ούι οι τζέδες, μπήκαν με τσ’ μπάντες κι έφκαν στα πλατσπάθια!»

πλήθρα (η) ανάμειξη ξηράς και υγρής τροφής στο στομάχι,

πλι (το) πτηνό

πλιγούρ (το) νόστιμο κρέας

πλύχωρο ευρύχωρο, άνετο

πουμπώνομαι ή «μ’ έπιακε πούμπωμα«, δεν μπορώ να ανασάνω. Αόρ. πουμπώθκα

πουριά (η) η πόρτα

πουρνό (το) το πρωί, συνήθως χρησιμοποιείται εις διπλούν για να δηλώσει τις πρώτες πρωινές ώρες

πράζω ενοχλώ, πειράζω πχ. «πρα»ζ αν τράω (βλ. λ.)»

πρατσαλάω κολυμπάω ατσούμπαλα

πρέντζα (η) γαλακτοκομικό προϊόν

πτάνα (η) ………

 

Ρ

Ρευω κάνω/παθαίνω κάτι σε μεγάλο βαθμό π.χ. έρεψε στο φαΐ = ρούπωσε, «έρεψε» = αδυνάτισε πολύ

ρουμπουστίνες (οι) κβέντες, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, στα πλαίσια παρέας τζέδων

ρουπώνω ικανοποιώ τη δίψα ή τη πείνα μου

ροχάλα (η) αντιαισθητική έκκριση σίελου

 

Σ

σαλεύω μετακινούμαι

σιάδ (το) το ίσιωμα π.χ. ένα επίπεδο χωράφι μτφ. ο γυμνός, ο ξεμπλέτσωτος

σιαϊτάνς (ο) ο ζωηρός, από το σατανάς. Σιαϊταναρούδ = το ζωηρό παιδάκι

σιαμούτα (η) το τσίπουρο που βγαίνει προς το τέλος και ξαναρίχνεται στο καζάνι με τα νέα σταφύλια. Πρέπει νασαι σιουριγμένο για να το πιείς, εξ’ ου και η φράση «έγνα μππ σιαμούτα = μέθυσα όσο δεν πήγαινε άλλο»

σιαλαγάω μαζεύω, π.χ. «σιαλάγατα τα πράτα»

σιαλαϊσμένος (ο) ο σιουριγμένος

σιάλιαγκας (ο) το σαλιγκάρι

σιαπέρα ίσια πέρα

σιαπέρας (ο) βλ. φλοέρας. Αλλιώς και αϊσιαπέρας (ο μακρυά από δω). Χαρακτηριστική έκφραση για τον αϊσιαπέρα: «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν»

σιαπερω καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

σιάψαλο (το) πολύ ηλικιωμένος, κούσιαλο

σιέμο (ο) πάσλας, γκόρος κτλ., από το πολικό siemo

σιοροκλεμές (ο) γκόρος, πάσλας κλπ.

σιουμπερδέκας (ο) πάσλας, σιμεντλικουέρας

σιουράω το’χω ντιπ χαμένο

σκαμνιά (η) η μουριά

σκαπετάω πετάω κάτι μακριά με πολύ δύναμη

 

Τ

τάβλα (η) μικρό τραπεζάκι για φαγητό

ταγάρας (ο) αυτός που δεν παίρνει στροφές το μυαλό του

τάλιαρο (το) το κατακέφαλο, η χλέπα

ταλιάρω χειροδικώ

ταπίκπα ανάσκελα

τάρα (η) «δεν πήρα τάρα«: δεν πήρα είδηση, χαμπάρι

ταρατόρ γαλακτοκομικό παρασκεύασμα από γιαούρτι

τένες (οι) αθλητικά παπούτσια

τζαμάλες (οι) Ηπειρώτικο έθιμο τις απόκριες (μεγάλες φωτιές στις γειτονιές και γλέντι μέχρι πρωίας)

τζαναμπέτς (ο) ο απατεώνας

τζερεμές (ο) ταγάρας, σιέμος

τζερτζελές (ο) βαβούρα, χαβαλές

τζες (ο) ο τύπος

τζιαμπούνας (ο) αυτός που φωνάζει συνέχεια, επίσης ο μεθυσμένος π.χ. «έγνα τζιαμπούνα»

τζινάω κεντρίζω, πειράζω

τζιόρας (ο) τζιουμπλέκας, ο στόκος

τζιουμπάνς ή τζιομπάνος (ο) κάτοχος αιγοπροβάτων, βοσκός

τζιουμπλέκας (ο) ταγάρας

τόσο για τόσο λίγο

τραΐ (το) ο τράγος

τράω κοιτάζω

τριατζής (ο) ο ψεύτης

τρίματα (τα) τα ψίχουλα

τρίο, τριάρ μυθοπλασία, κατασκεύασμα της φαντασίας, αλλιώς πατζιάρ

τρίψα (η) κομμάτια ψωμιού σε γάλα

τρόγαλο (το) γαλακτοκομικό είδος

τροξός (ο) βλ. μπανταλός

τρόχαλο (το) πέτρα μικρού μεγέθους

τσάκνο (το) πολύ λεπτό κλαδί, χρησιμοποιείται συνήθως για το άναμμα φωτιάς

τσάξα αορ. του ρήματος τσακίζω

τσάχαλα (τα) χαλίκια, χώματα, άμμος π.χ. «Μου μπήκαν τσάχαλα στα μάτια»

τσιακμάκι (το) ο αναπτήρας

τσιαλεύω αφαιρώ διακριτικά και παράνομα, κλέβω

τσιαούλι ή τσιαγούλ (το) η κάτω γνάθος

τσιαπλιάζω διαλύω, κάνω λιώμα. Συνήθως με το επιφωνηματικό επίρρημα «ούι» π.χ. «ούι, το τσιάπλασε»

τσιατάλι (το) το κομμάτι που προεξέχει. Μτφ. τα πεταχτά αυτιά π.χ. «τέτοια τσατάλια που’χει το χαλόν, μπορεί και να πιαν και MTV!» η φαλτσοοτεκιά στο μπιλιάρδο,

τσιγαλιά (η) η αμυγδαλιά

τσίγαλο (το) ο καρπός της τσιγαλιάς

τσίμα (η) είδος μικρού ψαριού

τσιόκαλο (το) κόκκαλο, επίσης και παγωμένο. Χαρακτηριστική η φράση, σε περίπτωση δικαιολογημένης (ή μη) αγανάκτησης: «μπα π’να σ’ είχε βαρέσ’ το τσιόκαλο»

τσιούκα (η) η κορυφή βουνού

τσιουκανάω κοπανάω, χτυπάω

τσιούπρα (η) η κοπέλα

τσίπρο (το) οινοπνευματώδες ποτό που δε πίνεται ποτέ ξεροσφύρι

τσιριπούλι (το) σπουργίτι

τσότσος (ο) μικρός στο μέγεθος

τσουτσέκι (το) το πολύ μικρό. Συνήθως χρησιμοποιείται υποτιμητικά π.χ. «που πας ωρέ τσουτσέκι; δεν είναι για τα δόντια σ’ το χαλόνι!»

τφέκι (το) το όπλο, το τυφέκιον

τχάρι (το) τοίχος μικρού μήκους

 

Φ

φαγκρί (το) χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρα φαγκρί» = είδα

φαφούτς (ο) αυτός που δεν έχει δόντια

φέω βαγέρω, αορ. Έφκα (έφυγα)

φλιπάρω σιουράω

φλοέρας (ο) άτομο πέρα βρέχει, σουρωμένος

φουλτάκα (η) μεγάλο σπυρί με πύον, φουσκάλα

φούρκα (η) ξύλο με διχάλα στην άκρη που χρησιμοποιείται για υποστύλωμα

φρουργκαλιάζω παίρνω φωτιά

φουρλαΐδας (ο) ο μπιτ φλοέρας

φραμπαλάς (ο) τζερζελές

φρουτζλάω πετάω

φσέκι (το) μεθυσμένος, αλλιώς γκολ, αεροπλάνο, κδούνα, ντεφ, φλοέρα, κουνουπίδι, καρότο, φωτοβολίδα [από το φυσέκι]

 

Χ

χαλεύω γυρεύω, αναζητώ

χαμόρ (το) το χαμένο, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.

χαμπλάς (ο) ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος

χλαπακιάζω καταβροχθίζω

χλεχλές (ο) ο βουτυρομπεμπές

χλιάρ (το) το κουτάλι

χλιμίτζουρας (ο) χαζοβλάκας

χολιάω ανησυχώ

χουγιάζω τρομάζω

χούι (το) η ιδιοτροπία. Χαρακτηριστική φράση – παροιμία: «Πρώτα σ’ βγαίν’ η ψχή και μετά το χούι»

χουριάτς (ο) ο έχων νοοτροπία χωριού

χούφταλο (το) βλ. κούσιαλο

χοχλάζω βράζω

 

ψ

ψιά λίγο

ψιές εχθές

ψίχα λίγο

 

Ω

ωρέ βγαίνει από το μωρός


 

Credits:

Μεγάλο μέρος από το «Γιαννιώτικο λεξιλόγιο» αναδημοσιεύεται από βιβλίο που κυκλοφόρησε το έτος 2004 με τίτλο «Τζέδες, γκαϊντάρτε τσ’ Παγράδες». Ήταν μια έκδοση του «Δ΄ Ιουστινιάνειου Κ.Α.Π.Η. Δήμου Ιωαννιτών» η οποία βασίζεται σε παλιότερη εργασία που είχε ανέβει στη σελίδα «tzedes.gr». Επίσης, πληροφορίες και ερμηνείες διασταυρώθηκαν και από άλλα sites στο διαδίκτυο. Φυσικά, δεν παραλείψαμε να διασταυρώσουμε όσες λέξεις δεν γνωρίζαμε με άλλους συντοπίτες οι οποίοι γνωρίζουν καλά τη διάλεκτο 🙂